συγκοπή

συγκοπή
συγκοπ-ή, ,
A cutting up into small pieces, Plu.2.912e, POxy.1654.6 (ii A.D.), Sch.Luc.Vit.Auct.19; cutting of metal into pieces for coinage, Peripl.M.Rubr.6: metaph., extreme conciseness, opp. συντομία, ἡ ἄγαν τῆς φράσεως ς. Longin.42.
2 Gramm., syncope, i.e. cutting a word short by striking out one or more letters, A.D. Adv.169.15, al., Plu.2.1011e;

κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι Id.Rom. 11

.
b = ἀποκοπή v, Longin.39.4.
II stoppage, cutting short, ἡ τοῦ πνεύματος ς. D.H.Comp.15; αἱ σ. τῶν ἤχων ib.22.
III sudden loss of strength, syncope, Aret.SA2.3, Gal.9.290, 10.837, Philagr. ap. Orib.5.21.7; cf.

σύγκοπος, συγκόπτω 111

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγκοπή — cutting up into small pieces fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπή — η 1. κόψιμο σε μικρά κομμάτια. 2. «Συγκοπή καρδιάς», παύση της λειτουργίας της καρδιάς: Πέθανε από συγκοπή καρδιάς. 3. είδος φθογγικού πάθους κατά το οποίο ένα φωνήεν μέσα σε μια λέξη αποβάλλεται: Η λέξη «σκόροδο» με τη συγκοπή έγινε «σκόρδο». 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

  • συγκοπῇ — συγκόπτω chop up aor subj pass 3rd sg συγκοπή cutting up into small pieces fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκοπή — συγκοπή , συγκοπή cutting up into small pieces fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπαῖς — συγκοπή cutting up into small pieces fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπαί — συγκοπή cutting up into small pieces fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπῆς — συγκοπή cutting up into small pieces fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπήν — συγκοπή cutting up into small pieces fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπῶν — συγκοπή cutting up into small pieces fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπτικός — ή, όν, ΜΑ [συγκόπτω] μσν. αυτός που επιφέρει συγκοπή, λιποθυμία αρχ. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοπή. επίρρ... συγκοπτικῶς Α όπως αυτός που υπέστη συγκοπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”